- επικυρτώ
- (ο) μετ. слегка сгибать, сутулить, горбить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επικυρτώνω — (AM ἐπικυρτῶ, όω) [επίκυρτος] κάνω κάτι να κλίνει ελαφρά προς τα εμπρός … Dictionary of Greek